Τετάρτη, Ιουνίου 08, 2005

Change is possible



You wish!

Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2005

Άνδρας τον άνδρα ν' αγαπά



Ο Γεώργιος Τερτσέτης γεννήθηκε το 1800 στην Λευκάδα και πέθανε το 1880 στην Αθήνα. Δεν ήταν ποιητής (κατ επάγγελμα) κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν καν gay -αν και η συγκεκριμένη λέξη δεν είχε υπόσταση τις μέρες εκέινες...
Κί όμως ανάμεσα στα γραπτά του λόγιου αυτού δικαστή βρίσκουμε ένα ποίημα που εξυμνεί με τρόπο σπαρακτικό την ομορφιά του έρωτα δυο ανδρών.
Το ποίημα κυκλοφορεί εδώ και χρόνια σ΄ ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι από τις εκδόσεις Περίπλους.


Άνδρας τον Άνδρα ν' Αγαπά
Tραγουδιστής πολλά εύμορφος νέον εύμορφο ερωτεύθη,περίσσιο πάθος έβαλε στα μαραμένα στήθη, και με τα χείλη τα χλωμά τραγούδαε τον καημόν του.
"Aγνάτια του να κάθομαι, να κρένει και ν' ακούω,να βλέπω τα ξανθά μαλλιά και τα δροσάτα χείλη,πόχουν του ρόιδου τη βαφή, του μήλου την γλυκάδα".
Kαι το τραγούδι του ήκουσαν οι νιές και οι πανδρευμένες· φωνάξανε τα εύμορφα κοράσια κι οι νυφάδες: άνδρας τον άνδρα ν' αγαπά, σέρνει με το τραγούδι, και γάμος κι αρραβώνιασμα θα παν λησμονημένα και θα διαβαίνει η νύκτα μας δίχως ανδρός το πλάγι,και τα βυζιά του κόρφου μας παιδί δεν θ' αναστήσουν.
Πανήγυρη ξημέρωνε πέρα στα βιλαέτιακαι τα χωριά μαζώχθηκαν, άνδρες, γυναίκες πάνε,πήγε και ο τραγουδιστής κι εκράταε το λαγούτο, κι αρχίνησε το έρημο τραγούδι να λαλάει· και του λαγούτου η μελωδιά γλυκιά του απηλογότουν.
Oι εύμορφες κιτρίνισαν σαν τα χλωμά λουλούδια, τόσο στα φυλλοκάρδια τους πολύς θυμός εμβήκε. Πέτρες λιθάρια επήρανε οι νιες κι οι πανδρευμένες, κτύπησαν τον τραγουδιστήν εκεί οπού τραγουδούσε.
Σίγησε το παιγνίδι του τ' ολόχρυσο λαγούτο, κείτεται κι ο τραγουδιστής άγνωστος μες στο αίμα,και μοιρολόι δεν του λαλεί καμμιά μοιρολογίστρα· του κόψαν το κεφάλι του τα ξώφρενα κοράσια, και σε ποτάμι το 'ριξαν μαζί και το λαγούτο, και το ποτάμι τόβγαλε εις το γιαλό, στο κύμα· συντροφιαστά πηγαίνανε κεφάλι και λαγούτο· το κύμα οπού διαβαίνανε γλυκά ηχολογούσε·και μέσα σε νησιά πολλά το πέλαγο τα πάγει· ακούαν τριγύρω τα νησιά στο δειλινό, στο βράδυ, ακούανε την μελωδιά, δεν ένιωθαν πού βγαίνει.
Φωνάξαν τα μικρά παιδιά: το πέλαγο την βγάζει.
H μελωδιά σταμάτησε εις το βαθύ λιμάνι,σαν άστρο στα μεσάνυχτα, που σ' έναν τόπον φέγγει.
Kαι χίλια αηδόνια να λαλούν εφαίνετο πως να 'ναι.
Πήγαν με τα μονόξυλα οι ναύτες οι πιδέξιοικαι το κεφάλι πήρανε, πήραν και το λαγούτο,σε μνήμα τα ενταφιάσανε κεφάλι και λαγούτο.
Aπό τ' εκείνον τον καιρόν μες στων νησιών τες χώρες πανώρια βαρούν όργανα οι νιες, τα παλληκάρια,και μες στ' ασημοχρύσαφα στολίζουν τα λαγούτα,γεννά τες θυγατέρες της γλυκόφωνες η μάννααγγέλου πο 'χουν πρόσωπο κι αγγέλοι στο τραγούδι.
Πλην μέσα στη βαθειά στεριά, στες φόνισσες γυναίκεςοι άνδρες πήραν σίδερο και στην εστιά το κάψαν,τες κορασιές εσφράγισαν στο μέτωπο, στην πλάτηστο φονικό που κάμανε να μην πολυχαρούνε.

This page is powered by Blogger. Isn't yours?